Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011
Για την (τέως) κατάληψη της Νομικής
Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011
Για τον Κώστα Γαβρά Vol. 3
3. Τρίτη περίοδος – «Ευρωπαϊκή» (2002- )
Amen. - Αμήν. (2002): Και εκεί που δεν το περιμένεις, στα 70 του ο Γαβράς σου βάζει τα γυαλιά. Είναι σαν να μας λέει «Δεν τέλειωσα ακόμα, ξέρω ακόμα να φτιάχνω αριστουργήματα!». Η ταινία είναι βασισμένη στο θεατρικό έργο Der Stellvertreter, Ein christliches Trauerspiel του Rolf Hochhuth, που αναφέρεται στην μετριοπάθεια που καταλήγει σε αδιαφορία της Καθολικής εκκλησίας για την γενοκτονία των Εβραίων. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Kurt Gerstein, υπαρκτό πρόσωπο, διακεκριμένος χημικός και αξιωματικός των Waffen SS, προμηθεύει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με το φονικό αέριο Zychlon B, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει τα εγκλήματα, ενημερώνοντας τους Συμμάχους αλλά και τον Πάπα Πίο τον 12ο, ρισκάροντας την ασφάλεια του και αυτή της οικογένειας του. Τον βοηθά ο Ρικάρντο, ένας νεαρός Ιησουίτης καλόγερος, που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την προκλητική σιωπή των ανωτέρων του. Μετά από αγωνιώδεις προσπάθειες, ο Ρικάρντο κατορθώνει να πλησιάσει τον Πάπα και να τον πληροφορήσει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία, διαπιστώνοντας τελικά ότι η κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι ενήμερη για το επιτελούμενο δράμα αλλά δεν προτίθεται να το καταδικάσει. Χαρακτηριστική ατάκα του Ποντίφικα: “I know the sufferings of the World, Ricardo”. Το Amen. είναι μια ταινία - σταθμός. Εικαστικά είναι μια πανέμορφη δημιουργία, το σενάριο είναι συγκλονιστικό, τα καδραρίσματα και τα πλάνα του Γαβρά αναβλύζουν ακριβό γούστο και γνήσιο αίσθημα, οι ερμηνείες είναι φυσικές και ανατριχιαστικά πειστικές, το δε μήνυμα εκκωφαντικό: Η σιωπή είναι συνενοχή. Στο βαθμό που η εκκλησία (η όποια εκκλησία) εντάσσεται στο πλέγμα της εξουσίας, είναι εμπόδιο στην κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία. Οι γραφειοκρατίες και τα οικονομικά συμφέροντα έπαιξαν κεφαλαιώδη ρόλο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο οι συλλογικές ενοχές της ανθρωπότητας εύκολα (και ανώδυνα) αποδίδουν στην παράνοια του Χίτλερ. Λες και αρκεί ένας τρελός για να αιματοκυλιστεί η ανθρωπότητα. Χαράζονται στη μνήμη: Η σκηνή όπου οι παρατρεχάμενοι του Πάπα συζητούν το θέμα με Αμερικανούς αντιπροσώπους, οι οποίοι τρομοκρατημένοι από την «κομμουνιστική απειλή» δεν τολμούσαν να στραφούν κατά των Γερμανών). Οι σκηνές με τα τρένα που πηγαίνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεμάτα και γυρνούν άδεια καθώς και τα βλέμματα του πρωταγωνιστή μέσα σε άδειους θαλάμους αερίων. Ο Γαβράς δεν μας δείχνει τον απαράμιλλο τρόμο, μας αφήνει να τον φανταστούμε. Το μεγάλο πολιτικό σινεμά δίνει το παρόν στον 21ο αιώνα.
Le Couperet - Το Τσεκούρι (2005): Ο Bruno εδώ και δυόμισι χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπος με το φάσμα της ανεργίας, όταν η βιομηχανία επεξεργασίας χαρτιού της οποία ήταν στέλεχος αποφάσισε να μετακομίσει σε χώρα με φθηνότερα εργατικά χέρια και προχώρησε σε περικοπές. Με τα έξοδα να τρέχουν και τις ανάγκες διαρκώς να μεγαλώνουν, το άγχος για την εύρεση εργασίας σε κάποια εταιρία του χώρου που ειδικεύεται, έχει γίνει δυσβάσταχτο. Μέχρι την στιγμή που από το μέχρι τώρα φιλήσυχο μυαλό του περνά μια τρομερή ιδέα: Να εξοντώσει κάθε πιθανό αντίπαλο του, στο κυνήγι της καρέκλας, δημιουργώντας τέτοιες προϋποθέσεις ώστε να είναι αυτός ο μοναδικός σε όλη την χώρα που σύντομα θα κληθεί για να προσληφθεί. Ο Γαβράς διασκευάζει το The Ax του Donald Westlake διανθίζοντας την ταινία με εξωφρενικό χιούμορ. Το αποτέλεσμα είναι μια ειρωνική (αλλά όχι κυνική) ματιά στον εφιάλτη της ανεργίας, στο τέρας της ανταγωνιστικότητας και άλλες συναφείς ασθένειες της εποχής μας. Βαθιά πολιτικός και επίκαιρος όσο ποτέ, ο σκηνοθέτης κρατά την αγωνία μας μέχρι το τέλος (ωραίοι ρυθμοί και προσεγμένο σενάριο). Ταυτόχρονα, αναδεικνύει την τραγικότητα του ήρωα (εκπληκτικός ο José Garcia), ενός ανθρώπου που προσπαθεί να κάνει το σωστό αλλά δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πάρει τον κακό το δρόμο!
Mon Colonel - Ο Συνταγματάρχης (2006): Το 1993 στο Παρίσι, ο ηλικιωμένος απόστρατος συνταγματάρχης Raoul Duplan, βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμα του. Η αστυνομία της πόλης, βρίσκεται επί ποδός για να ανακαλύψει τα ίχνη του δολοφόνου, την στιγμή που στα κεντρικά φτάνει ένας ανώνυμος φάκελος που περιέχει το μήνυμα: «Ο Συνταγματάρχης πέθανε στο Saint-Arnaud» καθώς και την αλληλογραφία του νεκρού αξιωματικού, με τον υπολοχαγό Rossi, κατά την διάρκεια της συνεργασίας τους, στον Γαλλο-Αλγερινό πόλεμο το 1957. Την υπόθεση της ανάγνωσης και της αποκρυπτογράφησης των γραπτών, μήπως εμφανιστεί κάποια επιπλέον πληροφορία που να αποκαλύπτει την ταυτότητα του φονιά, θα αναλάβει η έξυπνη, αλλά άπειρη, υπολοχαγός Galois. Σιγά- σιγά, αποκαλύπτεται το χρησιμοποιηθέν στην Αλγερία σύστημα «ειδικών εξουσιών» του στρατού και θεσμοθετημένων βασανιστηρίων που μετέτρεψε τον νεαρό Rossi σε δήμιο υπό τις οδηγίες του Duplan. Αυτή η ταινία είναι και δεν είναι του Γαβρά. Στα credits αναφέρεται ως συμπαραγωγός (μαζί με τους αδελφούς Dardenne) και ως συν-σεναριογράφος (μαζί με τον Jean-Claude Grumberg), ενώ σκηνοθέτης είναι ο Laurent Herbiet. Εν τούτοις, όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο κριτικός Γιώργος Ζερβόπουλος, βλέποντας την ταινία καταλαβαίνει κανείς ότι ο Γαβράς κρατά την δημιουργική καθοδήγηση, αφήνοντας περισσότερο για τα credits να αναγραφεί το όνομα του Herbiet. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι υπόθεση. Το μόνο που μπορούμε να πιστώσουμε στον Γαβρά (επισήμως) είναι το πολύ καλό σενάριο που «δένει» αρτιότατα το χθες με το σήμερα, κρατώντας την ιστορία εξελισσόμενη παράλληλα σε δύο χρόνους και τόπους. Πολύ καλός ο Olivier Gourmet στον κύριο ρόλο.
Eden à l'Ouest - Παράδεισος στη Δύση (2009): Η τελευταία (μέχρι σήμερα) ταινία του Γαβρά παρουσιάζει την ιστορία ενός νέου μετανάστη που ξεκινά από την Ελλάδα για να διασχίσει τη Μεσόγειο και να φτάσει στο Παρίσι. Φρεσκάδα και ηρεμία στα πλάνα, κωμικές πινελιές, ρεαλισμός και καυστικότητα στο τελευταίο πόνημα του μεγάλου σκηνοθέτη. Η ματαιοδοξία των δυτικών κοινωνιών, η απάθεια του καλοβολεμένου Δυτικού, η ιλαροτραγική εφαρμογή των θεσμών για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι θέματα που καταλαμβάνουν τη δική τους θέση στο πολυσυλλεκτικό, πολυπρόσωπο και πολυεπίπεδο σενάριο. Η εθνικότητα του κεντρικού ήρωα δεν γνωστοποιείται, αφού η ιστορία είναι κοινή για όλους τους μετανάστες (μάλιστα ο ήρωας είναι ένας γοητευτικότατος μεσογειακός τύπος – ούτε μελαμψός ούτε τίποτα – κι όμως ο ρατσισμός δεν αλλάζει). Ο ήρωας ανέχεται τη θάλασσα, το κρύο την πείνα, τους κακοποιούς που συναντά, τους μπάτσους, τους ρατσιστές, τους άλλους μετανάστες που του κλέβουν τα ρούχα του. Μόνη παρηγοριά του είναι το όνειρό του Παρισιού και η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, που τον βοηθά να ανακαλύπτει το καλό εντός του κακού και αντίστροφα. Μια βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική ταινία, που επεξεργάζεται εύστοχα και κριτικά το πολύπλοκο θέμα της μετανάστευσης. Μια προφητική δημιουργία του Γαβρά, εν όψει και της ελεεινής πολιτικής που ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ στο μεταναστευτικό. Υψηλής αισθητικής το εικαστικό κομμάτι και ένα αξιοπρεπές ικανότατο καστ. Το’ χει ακόμη ο παππούς! (Υ.Γ. Όποιος δεν "διαβάσει" τις αναφορές στην Οδύσσεια του Ομήρου μάλλον δεν πρόσεχε στο σχολείο...)
Συμπέρασμα: Ο Κώστας Γαβράς είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ένας βαθύτατα φιλοσοφημένος δημιουργός, ένας έξοχος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ένας πολιτικός ακτιβιστής, ένας οραματιστής που δικαιούται τον τίτλο του auteur. Μας έχει δώσει αριστουργήματα, έχει σημαδέψει το πολιτικό σινεμά όσο λίγοι, μας προσφέρει ταινίες-σχόλια πάνω σε φλέγοντα και συνάμα διαχρονικά ζητήματα. Είναι προκλητικός, αμφιλεγόμενος και πεισματάρης, έχει εμμονές και «κολλήματα», μπορείς να συζητάς τις ταινίες του για ώρες. Μ’ άλλα λόγια έχει όλα τα χαρακτηριστικά του «πραγματικά μεγάλου».
Αν πρέπει κι εγώ να πέσω στην παγίδα των συγκρίσεων, συνδυάζοντας το υψηλό κοινωνικό και καλλιτεχνικό αισθητήριο του Ken Loach, το θράσος και την τεχνική αρτιότητα του Oliver Stone, την ειρωνεία του Michael Haneke και το χιούμορ των αδελφών Cohen φτιάχνεις … τον Κώστα Γαβρά.
Για τον Κώστα Γαβρά Vol. 2
2. Δεύτερη περίοδος – «Αμερικανική» (1982-1997)
Missing - Ο αγνοούμενος (1982): Η αληθινή ιστορία του Αμερικανού δημοσιογράφου Charles Horman, ο οποίος εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Pinochet κατά του Allende στη Χιλή το 1973. Η ταινία εστιάζει στις προσπάθειες του πατέρα (Jack Lemmon) και της συζύγου (Sissy Spacek) του ήρωα να μάθουν την τύχη του. Οι αμερικανικές αρχές δεν τους βοηθούν καθώς το πραξικόπημα Pinochet είναι αμερικανοκίνητο και φοβούνται περαιτέρω αποκαλύψεις. Είναι η δεύτερη φορά (μετά το État de Siège) που ο Γαβράς ασχολείται με την πολιτική των ΗΠΑ στη Νότια Αμερική. Η ταινία είναι η πρώτη συνάντηση του σκηνοθέτη με το Hollywood και η μεγαλύτερη επιτυχία του στην Αμερική. Ένα από τα καλύτερα πολιτικά θρίλερ όλων των εποχών, το φιλμ σημειώνει μια στροφή στην οπτική του Γαβρά: Εστιάζει περισσότερο στην ανθρώπινη πλευρά της ιστορίας και χαλαρώνει τον «διδακτικό» τόνο παλιότερων ταινιών του. Το μοντάζ, οι ερμηνείες και η μουσική (Vangelis - την ίδια χρονιά με Blade Runner, οπότε μάλλον ήταν η χρονιά του) είναι αριστουργηματικά. Ο εσωτερικός ρυθμός της ταινίας αψεγάδιαστος, σεκάνς που πρέπει να διδάσκονται σε σχολές σκηνοθεσίας, το δε σενάριο αριστοτεχνικά δομημένο. Αριστούργημα!
Hanna K. (1983): Ο Γαβράς γυρίζει την πρώτη και μοναδική (απ' όσο ξέρω) φιλο-παλαιστινιακή ταινία του Hollywood, και εξ αυτού του λόγου ιστορική. Η Hannah Kaufman είναι παιδί επιζώντων του Ολοκαυτώματος, Αμερικανο-Εβραία που ζει στο Ισραήλ. Είναι δικηγόρος και της ανατίθεται από το δικαστήριο η υπεράσπιση ενός Παλαιστίνιου που κατηγορείται για τρομοκρατία. Αυτός ισχυρίζεται ότι απλά διεκδικούσε το σπίτι του. Ο Παλαιστίνιος γλυτώνει από τη φυλακή αλλά εξορίζεται στην Ιορδανία. Επιστρέφει παράνομα και ξαναφυλακίζεται ως λαθρομετανάστης. Η Hannah ερευνά την ιστορία του και διαπιστώνει ότι το χωριό του ισοπεδώθηκε από τον στρατό του Ισραήλ και εποικίστηκε από Ρωσο-Εβραίους. Ο εισαγγελέας (που εν τω μεταξύ την έχει γκαστρώσει) της δίνει το μήνυμα: Το Ισραήλ πρέπει να «υπερασπιστεί τον εαυτό του» ακόμη κι αν αυτό σημαίνει παραβίαση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Η ταινία πολεμήθηκε φοβερά στην Αμερική ενώ δεν επιτράπηκε να προβληθεί στο Ισραήλ. Η διεθνής εβραϊκή οργάνωση B'nai B'rith International συνέταξε και απέστειλε στις τοπικές εβραϊκές κοινότητες ένα σημείωμα με επιχειρήματα κατά του φιλμ. Παρ' όλα αυτά ο Γαβράς είναι αντικειμενικός, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του θέματος και δεν γίνεται μελό. Στο ρόλο του εισαγγελέα ο αγαπημένος μου Gabriel Byrne (θα τον θυμάστε ως έναν από τους Usual Suspects, παπά στο Stigmata και διάβολο στο End of Days με τον Schwarzenegger - τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει!).
Betrayed - Το στίγμα της προδοσίας (1988): Όταν ένας Εβραίος ραδιοφωνικός παρουσιαστής δολοφονείται βάναυσα στο Σικάγο, το FBI ξεκινά έρευνες. Οι κύριοι ύποπτοι είναι μια ομάδα φανατικών που πιστεύουν στην ανωτερότητα της λευκής φυλής. Το FBI στέλνει μια πράκτορα με στόχο να διεισδύσει στην κοινότητα τους και να αποκαλύψει την αλήθεια για την ανάμιξη τους. Όμως η πράκτορας συμβιβάζει την αντικειμενικότητα της όταν ερωτεύεται έναν από τους βασικούς υπόπτους και αρνείται να δεχθεί ότι θα μπορούσε να είναι ένοχος για ένα τέτοιο απεχθές έγκλημα. Ο σεναριογράφος Joe Eszterhas (Flashdance, Basic Instict, Sliver) εμπνεύστηκε την ταινία από την αληθινή ιστορία της δολοφονίας του Alan Berg το 1984 (πάνω στο ίδιο θέμα ο Oliver Stone γύρισε την ίδια χρονιά το Talk Radio, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο - κλασικό παράδειγμα του «πώς να μην μεταφέρεται ένα θεατρικό στη μεγάλη οθόνη»). Ένα από τα πιο δυνατά και φιλοσοφημένα πολιτικά φιλμ του Γαβρά, το Betrayed εξετάζει την «βαθιά» Αμερική και μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από τη ρήση του Nietzsche «Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας. Κι όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, κοιτάει και η άβυσσος μέσα σε σένα». Η σκηνή του κυνηγιού (ο πρωταγωνιστής καλεί την πρωταγωνίστρια για κυνήγι με τους φίλους του - εκεί αυτή ανακαλύπτει ότι το θήραμα είναι ένας κακόμοιρος μαύρος) είναι μια γροθιά στο στομάχι από την οποία αργείς να συνέλθεις. Το καστ περιλαμβάνει την εντελώς εκπληκτική στο ρόλο της Debra Winger (τη θυμάστε ως κόρη της Shirley MacLaine στο Terms of Endearment, παρτενέρ του Richard Gere στο An Officer and a Gentleman, συμπρωταγωνίστρια του John Malkovich στο The Sheltering Sky του Bertolucci, και πιο πρόσφατα ως μαμά της Anne Hathaway στο Rachel Getting Married), τον Tom Berenger στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, έναν πειστικότατο John Heard (ο μπαμπάς του Macaulay Culkin στο Home Alone και πιο πρόσφατα ο μπαμπάς της Sara στο Prison Break, αλλά εγώ τον θυμάμαι ως εραστή της Nastassjia Kinski στο Cat People του Paul Schrader) και τέλος τον εξαιρετικό John Mahoney (ο μπαμπάς του Frasier στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά).
Music Box - Το μουσικό κουτί (1989): Η Ann Talbot είναι μια επιτυχημένη δικηγόρος που υπερασπίζεται τον Ούγγρο πατέρα της (και ίνδαλμα-παππού του γιου της), ο οποίος κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου στην πατρίδα του. Κι ενώ η δίκη προχωράει καλά και η Ann φαίνεται να καταρρίπτει όλες τις κατηγορίες του εισαγγελέα, σύντομα θα ανακαλύψει διάφορα μυστικά για τον πατέρα της. Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του John Demjanjuk (αν και με πολλές διαφορές και προσθήκες από τον σεναριογράφο Joe Eszterhas), το συγκινητικό Music Box είναι ένα παράδειγμα έξοχου δικαστικού δράματος (court-room drama). Η αγωνία του θεατή είναι διπλή: Είναι ή δεν είναι ο μπαμπάς της Ann είναι ένοχος; Κι αν είναι, η Ann θα διαλέξει την ηθική της ακεραιότητα ή την στήριξη στην οικογένεια;. Το δε πολιτικό μήνυμα εστιάζεται κυρίως στον χαρακτήρα του πεθερού της Ann, ενός Αμερικανού αντισημίτη. Σε μια μοναδική σκηνή ανθολογίας, στα μάτια της Ann ο Δούναβης βάφεται κόκκινος. Η Jessica Lange είναι πραγματικά συγκλονιστική. Στο ρόλο του πατέρα της ο λατρεμένος μου Armin Mueller-Stahl ( πρωταγωνιστής στην Lola του Fassbinder, μπαμπάς του Geoffrey Rush στο Shine και εκπληκτικός ως Thomas Mann στην γερμανική ταινία Die Manns).
Mad City (1997): Ο δημοσιογράφος Max Brackett επισκέπτεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας για να καλύψει ένα θέμα και γίνεται μάρτυρας ενός καυγά : ο διευθυντής του Μουσείου αρνείται να μιλήσει με τον Sam Baily, πρώην φύλακα που απολύθηκε λόγω περικοπών. Ο Sam θα κρατήσει τους μαθητές μιας σχολικής τάξης ως ομήρους και θα χρησιμοποιήσει το Max ως μοναδικό του σύνδεσμο με τον έξω κόσμο. Ο Max από την πλευρά του θεωρεί ότι βρήκε την ευκαιρία να αναστήσει την καριέρα του. Η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τραγική κωμωδία». Με ωραίες σκηνοθετικές εμπνεύσεις (π.χ. οι χαρακτήρες μπερδεύουν τα λόγια τους από την αϋπνία με αποτέλεσμα ... «χαλασμένο τηλέφωνο» ή οι δημοσιογράφοι στημένοι έξω από το μουσείο, σαν τίγρεις μέσα στις καλαμιές που περιμένουν το θήραμα, εφορμούν ομαδικά μόλις υπάρξει εξέλιξη στην υπόθεση). Το μήνυμα του Γαβρά (το άκρατο κυνήγι της θεαματικότητας δεν θα μας βγει σε καλό) και το σχόλιο του για τις μεθόδους του τύπου είναι δυνατό και σαφές. Ο John Travolta στο ρόλο του κακομοίρη Sam είναι (περιέργως) πολύ καλός. Ο Dustin Hofmann είναι, όπως πάντα, μοναδικός και φτιάχνει έναν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα: Δεν είναι απλά ο κακός και άπληστος δημοσιογράφος, αλλά έχει και ανθρώπινη πλευρά, νοιάζεται (κατά στιγμές) γι' αυτούς που αφορά το ρεπορτάζ του. Η πιο «χολιγουντιανή» ταινία του Γαβρά σαφώς δεν ανακαλύπτει τον τροχό (πρβλ. Dog Day Afternoon, Network, Natural Born Killers) αλλά είναι αρκετά καλή.
Για τον Κώστα Γαβρά Vol. 1
Οι κοινωνίες είναι γαλουχημένες ώστε να έχουν μια μανία με τις κατατάξεις. Και αναγάγουν τις συγκρίσεις σε κορυφαίο κανόνα αξιολόγησης. Η συγκριτική μέθοδος έχει τα οφέλη της αλλά είναι πολλές φορές καταστρεπτική σε ό,τι αφορά την τέχνη. Είναι αστείο να κρίνουμε έναν καλλιτέχνη όχι για το έργο του καθαυτό αλλά συγκρίνοντας τον με άλλους. Κι όμως μονίμως οι άνθρωποι φαίνονται να ασχολούνται με το ποιος είναι «ο καλύτερος» σε κάτι. Έτσι, για παράδειγμα, εάν κάποιος αναφέρει το θαυμασμό του για τον George Bizet είναι πιθανόν να εισπράξει την (παντελώς εκτός θέματος) απάντηση «ο Mozart είναι ο καλύτερος κλασικός συνθέτης». Κι όμως η συζήτηση θα έπρεπε να είναι για την αξία του Bizet κι όχι για την αξιολόγηση του σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον. Παρενθετικά να δηλώσω ότι, αναγνωρίζω μεν τη μεγαλοφυΐα του Mozart, αλλά προτιμώ την γήινη παθιασμένη αμεσότητα και τον αγνό φολκλορικό λυρισμό του Γάλλου από τις δαιδαλώδεις βαρυφορτωμένες φιοριτούρες και την επιδειξιομανή περικοκλάδα συνθετικών virtuosité του Αυστριακού.
Για να επανέλθω στο θέμα μου, είχα μια παρόμοια εμπειρία όταν δήλωσα σε έναν φίλο ότι ο αγαπημένος μου Έλληνας σκηνοθέτης είναι ο Κώστας Γαβράς, Η απάντηση που έλαβα; «Ο καλύτερος αντικειμενικά είναι ο Αγγελόπουλος». Άλλ' αντ' άλλα, κουτρουβάλα, της Παρασκευής το γάλα. Γιατί πρέπει να βάλουμε τους σκηνοθέτες σε «αντικειμενική» αξιολογική σειρά και δεν αρκεί η υποκειμενική γνώμη καθενός; Και ποιος άραγε θα καθορίσει την «αντικειμενική» σειρά και με ποια κριτήρια; Οι επαΐοντες του κλάδου ή το κοινό; Με βάση τεχνικά κριτήρια, με βάση την αριθμητική των βραβείων ή με όρους μαζικής αποδοχής, καλλιτεχνικής επιρροής κ.ά.;
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος τις συγκρίσεις, ας μιλήσουμε για τον Κώστα Γαβρά. Ένας προικισμένος δημιουργός, ένας μεγάλος κινηματογραφιστής. Αν είσαι οπαδός των βραβείων: Για το Ζ (1969) βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών, Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Για το Section spéciale (1974) βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών. Για το Missing (1982) Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών και Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου. Για το Music Box (1989) Χρυσή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Ακόμη σημαντικότερο: Ο Γαβράς, αντιμετωπίζοντας την τέχνη του ως καθαρόαιμο φορέα των ιδεών του, δημιούργησε σχολή σ' αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν political thriller, σ' αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν cinéma populaire de gauche.
Το έργο του Γαβρά (όσο έχω δει - μου λείπουν 2-3 ταινίες) χωρίζεται, κατά τη γνώμη μου, σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Τσαγκαροδευτέρα
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011
Για τα διόδια
Με αφορμή το κίνημα «Δεν πληρώνουμε διόδια» άρχισα να σκέφτομαι το θέμα της πολιτικής ανυπακοής.
Το Resistance to Civil Government or Civil Disobedience του Henry David Thoreau και τα διδάγματα του Mohandas Ghandi συνιστούν τους βασικούς φιλοσοφικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η ιδέα της «πολιτικής ανυπακοής», δηλ. η άρνηση ενός ή περισσότερων ατόμων απέναντι στην τήρηση ορισμένων – κατά τη γνώμη τους άδικων ή λανθασμένων - νόμων, απαιτήσεων και εντολών της εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς συνήθως να καταφεύγουν στη φυσική βία.
Υπάρχει πλειάδα περιπτώσεων στην ιστορία όπου η πολιτική ανυπακοή, ενώ αρχικά κατηγορήθηκε από την κυβέρνηση κατά της οποίας στρεφόταν ως «τρομοκρατική πράξη» ή «αναρχία», εν τούτοις εκ των υστέρων θεωρήθηκε ηρωική στάση υπεύθυνων και ενσυνείδητων πολιτών, νομιμοποιήθηκε δε κοινωνικά ως αποδεκτή, ακόμη και θαυμαστή, πρακτική.
Χαρακτηριστικότερα σχετικά πρόσφατα παραδείγματα: η μη βίαιη «παθητική» αντίσταση των Ινδών με ηγέτη τον Ghandi κατά του αποικιοκρατικού Ηνωμένου Βασιλείου την δεκαετία του 1930, η βελούδινη επανάσταση στην Τσεχοσλοβακία που οδήγησε στην κατάρρευση του ψευδο-κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989, η μεταπολεμική αντίσταση των Νοτιοαφρικανών κατά του καθεστώτος apartheid με σύμβολό της τον Nelson Mandela, κλπ.
Στα καθ’ ημάς, το πρώτο ελληνικό σύμβολο της πολιτικής ανυπακοής είναι σαφώς η Αντιγόνη, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. «οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ᾽, ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν» λέει η Αντιγόνη στον Κρέοντα (στίχοι 453-455), το οποίο μεταφράζεται «ούτε και νόμιζα ποτέ πως έχουν τέτοιο κύρος πια οι δικές σου προσταγές, ώστε, θνητός που είσαι, τους άγραφους κι ασάλευτους νόμους να ξεπεράσεις». Η Αντιγόνη στέκεται σαν το ιδεολογικό αντίθετο του πλατωνικού Σωκράτη που προτιμάει να πεθάνει παρά να παραβεί τους νόμους της πόλης. Ο Πλάτωνας, ολοκληρωτικός και συντηρητικός καθώς είναι, πλάθει τον ιδανικό πολίτη με κύριο χαρακτηριστικό την υπακοή, ενώ ο προγενέστερος Σοφοκλής, σαφώς επηρεασμένος από την διαλεκτική των προσωκρατικών και δη του Ηράκλειτου, θέλει την ηρωίδα Αντιγόνη να χαρακτηρίζεται από κριτική σκέψη και από αμφισβήτηση απέναντι στην κρατική εξουσία.
Ακόμη και η συνήθως συντηρητικότατη ιουδαϊκή παράδοση μας κληροδότησε την ιδέα της πολιτικής ανυπακοής. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη, στο πρώτο βιβλίο της Εξόδου (εδάφια 15-21): «Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων ταῖς μαίαις τῶν ῾Εβραίων· τῇ μιᾷ αὐτῶν ὄνομα Σεπφώρα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας Φουά, καὶ εἶπεν· ὅταν μαιοῦσθε τὰς ῾Εβραίας καὶ ὦσι πρὸς τῷ τίκτειν, ἐὰν μὲν ἄρσεν ᾖ, ἀποκτείνατε αὐτό, ἐὰν δὲ θῆλυ, περιποιεῖσθε αὐτό. ἐφοβήθησαν δὲ αἱ μαῖαι τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐποίησαν καθότι συνέταξεν αὐταῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ ἐζωογόνουν τὰ ἄρσενα. ἐκάλεσε δὲ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου τὰς μαίας καὶ εἶπεν αὐταῖς· τί ὅτι ἐποιήσατε τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἐζωογονεῖτε τὰ ἄρσενα; εἶπαν δὲ αἱ μαῖαι τῷ Φαραώ· οὐχ ὡς γυναῖκες Αἰγύπτου αἱ ῾Εβραῖαι, τίκτουσι γὰρ πρὶν ἢ εἰσελθεῖν πρὸς αὐτὰς τὰς μαίας· καὶ ἔτικτον. εὖ δὲ ἐποίει ὁ Θεὸς τὰς μαίας, καὶ ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα. ἐπεὶ δὲ ἐφοβοῦντο αἱ μαῖαι τὸν Θεόν, ἐποίησαν ἑαυταῖς οἰκίας». Σε απλά ελληνικά οι δύο Εβραίες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του Φαραώ γιατί αυτές παραβίαζαν τις υπέρτατες ηθικές επιταγές.
Ιδιαίτερα διδακτικό είναι το παράδειγμα του Ιησού Ναζωραίου, για τον οποίο το 33% περίπου του πληθυσμού της γης – πιστοί διαφόρων χριστιανικών δογμάτων – πιστεύει ότι είναι ο υιός του Θεού ενώ ένα επιπλέον 23% περίπου – μουσουλμάνοι – πιστεύει ότι ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος προφήτης του Θεού στη γη μετά τον Μωάμεθ (βλ. John R. Hinnells, The Routledge Companion to the Study of Religion). Αυτός λοιπόν ο Ιησούς, ιερή προσωπικότητα για το 56% περίπου του πληθυσμού της γης (όχι για μένα αλλά δεν έχει σημασία), αγνόησε την νομοθεσία της εβραϊκής κοινότητας στην οποία ανήκε καθώς και την νομοθεσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οποίας ήταν πολίτης. Γι’ αυτό άλλωστε και τιμωρήθηκε με την θανατική ποινή.
Χαρακτηριστικό για το θέμα της πολιτικής ανυπακοής είναι και το γεγονός ότι η μη κυβερνητική οργάνωση των ΗΠΑ Fully Informed Jury Association, που ασχολείται με την ενημέρωση των πολιτών για νομικά και άλλα ζητήματα εν όψει του ότι όλοι στην Αμερική μπορεί να κληθούν να υπηρετήσουν ως ένορκοι σε δικαστήριο, έχει περιλάβει στην έκδοση της A Primer for Prospective Jurors ειδική αναφορά στο θέμα. Ζητά από τους υποψήφιους ενόρκους, όταν κρίνουν υποθέσεις όπου ο κατηγορούμενος επικαλείται την πολιτική ανυπακοή, να κάνουν το εξής: «Think of the dilemma faced by German citizens when Hitler’s secret police demanded to know if they were hiding a Jew in their house», δηλαδή «σκεφτείτε το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί πολίτες όταν η μυστική αστυνομία απαιτούσε να μάθει εάν έκρυβαν κάποιον Εβραίο στο σπίτι τους». Το ηθικό δίδαγμα είναι απλό: Δεν μπορούμε να υπακούουμε τυφλά στην κρατική εξουσία χωρίς κανένα κριτήριο, χωρίς καμία ηθική και λογική επεξεργασία των εντολών της διοίκησης.
Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα ότι (όσο κι αν θέλουν κάποιοι) δεν μπορούμε να ξεμπερδέψουμε με την πολιτική ανυπακοή με εύκολους αφορισμούς. Οι περισσότεροι που απορρίπτουν την πολιτική ανυπακοή κάνουν τον εξής μανιχαϊστικό διαχωρισμό: Η πολιτική ανυπακοή, λένε, έχει θέση μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα ή σε περιπτώσεις ξένης κατοχής, αλλά δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε ευνομούμενα δημοκρατικά κράτη.
Το επιχείρημα είναι λογικοφανές και μοιάζει σωστό. Το πρόβλημα δεν είναι στο επιχείρημα αλλά στον ορισμό των εννοιών. Αν είναι δηλαδή όπως τα λένε οι αρνητές της πολιτικής ανυπακοής, τότε γεννιούνται πάμπολλα ερωτήματα.
Πότε είναι ένα καθεστώς απολυταρχικό; Όταν το λέει το Σύνταγμα του ή όταν το νιώθουν οι πολίτες του ασχέτως του τι λένε τα χαρτιά;
Πότε θεωρείται ότι έχουμε ξένη κατοχή; Όταν βλέπουμε ξένα στρατεύματα να παρελαύνουν ή όταν ουσιαστικά μας κυβερνούν φανερά ή αφανή κέντρα εξουσίας άσχετα με την λαϊκή κυριαρχία και θέληση;
Ποια κράτη θεωρούνται ευνομούμενα; Αυτά που έχουν νόμους και δικαστήρια και διάκριση εξουσιών ή αυτά στα οποία υπάρχει πραγματική (και όχι κατ’ όνομα) ισονομία και πραγματικό (και όχι κατ’ όνομα) κράτος δικαίου;
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011
L'art pour l'art
Η ευρωπαϊκή Αριστερά χωριζόταν σε όλη τη διάρκεια του σύντομου, κατά τον Eric Hobsbawm, 20ου αιώνα (1914-1989) σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Το κομμάτι που ήταν πιστό στην Σοβιετική Ένωση και το κομμάτι που έκανε κριτική (εκ δεξιών ή εξ ευωνύμων) στον «υπαρκτό» σοσιαλισμό. Ο χωρισμός φαίνεται σχηματικός αλλά δεν είναι. Σαφώς, αυτές οι δύο κατηγορίες είχαν πολλές υποκατηγορίες που στέγαζαν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, αλλά το βασικό κριτήριο ήταν πάντα: Είσαι με τη «γραμμή» της Μόσχας ή όχι; Εμπιστεύεσαι την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης) ή όχι; Το δικό μας ΚΚΕ, επί παραδείγματι, ήταν πάντα με τη Μόσχα. Κι επειδή η Μόσχα άλλαζε πολλές φορές άποψη, εξ ου και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του ΚΚΕ. Μέχρι που μας τέλειωσε η Μόσχα και το ΚΚΕ έπρεπε να χαράξει πολιτική για τον εαυτό του, με τα κωμικοτραγικά αποτελέσματα που παρακολουθούμε από το 1989 μέχρι σήμερα.
Η φιλοσοβιετική Αριστερά (στην Ελλάδα και διεθνώς) ακολούθησε τα κριτήρια περί τέχνης που έθεσε ο Zhdanov, ήτοι τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό»: Μόνη ορθή τέχνη είναι η στρατευμένη τέχνη που υπηρετεί την δικτατορία του προλεταριάτου και την πάλη της εργατικής τάξης. Η μη ορθή τέχνη συνιστά ιδεολογική παρέκκλιση και τιμωρείται με εξορία στα γκούλαγκ της Σιβηρίας ή με απαγόρευση της καλλιτεχνικής δημιουργίας (θανατική ποινή για έναν καλλιτέχνη). Τι υπηρετεί όμως την εργατική τάξη; Να μην σας τα πολυλογώ, ο ζντανωφισμός θεωρεί αποδεκτή τέχνη ό,τι εξυμνεί τον απλό εργατικό προλετάριο, αποθεώνει το Κόμμα και την ηγεσία του, εξιδανικεύει την ΕΣΣΔ και τις χώρες-δορυφόρους της, δοξολογεί την πορεία προς τον σοσιαλισμό (που είχε ήδη βαφτιστεί «μη αναστρέψιμη») κοκ. Μη ορθή τέχνη θεωρείται ό,τι περιλαμβάνει κριτική, αμφισβήτηση, ερωτήματα, απαισιοδοξία κλπ.
Στην Ελλάδα, το ιδεολογικώς κυρίαρχο στην Αριστερά ΚΚΕ επέβαλλε παρόμοια κριτήρια: Καλοί ποιητές ο Ρίτσος και ο Βάρναλης, ποιητές της αστικής παρακμής ο Καβάφης και ο Σεφέρης. Καλοί συνθέτες ο Θεοδωράκης και ο Λοΐζος, εστέτ και συντηρητικός ο Χατζιδάκις. Καλός ζωγράφος ο Θεόφιλος, άσχετη με τις αγωνίες του «λαού» η σύγχρονη τέχνη. Για να μην συζητήσω για την περίπτωση Καζαντζάκη, του οποίου η γελοία δήλωση ότι χαιρετίζει τον «ελευθερωτή Κόκκινο Στρατό» που έπνιξε στο αίμα την Ουγγαρία το 1956, του εξασφάλισε την αιώνια στήριξη της απολιθωμένης παραδοσιακής Αριστεράς .
Ευτυχώς, η ελληνική κοινωνία διατήρησε τις αντιστάσεις της και με το χρόνο προτίμησε να εμπιστευθεί το αισθητικό της κριτήριο. Έτσι, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τους καλλιτέχνες με βάση το έργο τους και χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες. Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις στάθηκε μια συζήτηση που είχα με έναν φίλο (μέλος του ΚΚΕ) για την Κική Δημουλά. Μου είπε ότι δεν του αρέσει η ποίησή της. Του ζήτησα να μου απαριθμήσει τα κυριότερα αρνητικά της ποίησής της που τον απωθούν και μου απάντησε τα εξής: «Είναι απολίτικη, άσε που δήλωσε ότι θα ψήφιζε τον Ψινάκη. Προτιμώ τον Ρίτσο, τον Mayakovsky και τον Brecht».
Πρόθεση ψήφου: ιδού το εγκυρότερο λογοτεχνικό κριτήριο! Τι να ψήφιζε άραγε ο Dalí, ο Hemingway, ο Gershwin; Όσο για το «απολίτικο» της ποίησης, ας αρκεστεί ο φίλος στους εύπεπτους θούριους με τις προφανείς πολιτικές παραβολές των αγαπημένων του Ρίτσου, του Mayakovsky και του Brecht. Του θυμίζω απλώς ότι:
Το έργο του Ρίτσου περιλαμβάνει εκατοντάδες σελίδες «απολίτικης» υπαρξιακής αναζήτησης και προβληματισμού για τον θάνατο, τη φθορά, το χρόνο και την μνήμη (τα θέματα της Δημουλά), π.χ. ολόκληρη η συλλογή μονολόγων «Τέταρτη Διάσταση».
Ο Mayakovsky έζησε διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, ακριβώς επειδή διαφωνούσε με την θέση ότι η τέχνη πρέπει να είναι αμιγώς πολιτική. Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε μεταξύ άλλων: «Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να ‘στε ευτυχισμένοι». Πολιτική θέση και στάση άραγε;
Όσο για τον Brecht, παραθέτω το ποίημα του Η Λύση, γραμμένο με αφορμή την εξέγερση των εργατών της Ανατολικής Γερμανίας κατά της σταλινικής τους κυβέρνησης:
«Ύστερα απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης,
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια.
Δε θα’ ταν τότε πιο απλό,
η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον…;»
Ακόμη κι αυτούς τους στρατευμένους ποιητές ο φίλος μου δεν μπορεί να τους «διαβάσει» αληθινά, ακριβώς γιατί έμαθε να κλείνει τα μάτια και τα αυτιά του σε ό,τι δεν είναι αμιγώς πολιτικό και στρατευμένο. Το μαχαίρι του πνεύματος στομώνει….
Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011
O tempora o mores*
Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011
Περί ιδιοκτησίας
Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011
Περί "τείχους" part II
Σύμφωνα με δημοσίευμα του in.gr (το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ), η κυβέρνηση προωθεί την χρησιμοποίηση άδειων στρατοπέδων ως "κέντρων υποδοχής" μεταναστών υπό επαναπροώθηση. Οι συνειρμοί περί στρατοπέδων συγκέντρωσης αναπόφευκτοι, αν και το θυμικό δεν είναι πολύ καλός σύμβουλος σε ζητήματα πολιτικής.
Επίσης, στο δημοσίευμα φιλοξενείται η δήλωση του κ. Παπουτσή στο Al Jazeera ότι "Η Ελλάδα δεν αποτελεί λύση για όσους έχουν προβλήματα στις χώρες τους, ούτε μπορεί να γίνει πέρασμα για παράνομη είσοδο στα άλλα κράτη της Ευρώπης, γιατί κάτι τέτοιο θα έστρεφε όλη την Ευρώπη εναντίον μας". Βαλτωμένη στα βρώμικα νερά του λαϊκισμού και των πολιτικών παλινωδιών, η κυβέρνηση αδυνατεί να δει το μεταναστευτικό ως παγκόσμιο πρόβλημα με παγκόσμια λύση. Στον παγκοσμιοποιημένο 21ο αιώνα είναι σημάδι τύφλωσης να βλέπει κανείς τον κόσμο με τα γυαλιά του δυαδικού ετεροπροσδιορισμού. "Εμείς" και οι "άλλοι". Κι αν δεν υπάρχουν οι "άλλοι" κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε "εμείς". Οι "άλλοι", λοιπόν, είναι οι εξαθλιωμένοι του Τρίτου Κόσμου, ενώ "εμείς" προφυλασσόμαστε από τους επιδρομείς αδικημένους προσπαθώντας να διατηρήσουμε τις ανισότητες στον πλανήτη, εκλαμβάνοντας τες ως δείκτες της ευημερίας μας, αν όχι ως δικαιωματικά μας προνόμια. Και μάλιστα έχουμε και ευθύνη έναντι των υπόλοιπων δυτικών κοινωνιών να λειτουργήσουμε ως φράχτης, ως ανάχωμα που θα ανασχέσει την έλευση των πειναλέων στα σαλόνια μας. Αιδώς....