Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Για την απόφαση του ΣτΕ περί απόδοσης ιθαγένειας

Με την υπ’ αριθ. 350/2011 απόφασή του το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) διατύπωσε την γνώμη ότι ορισμένες διατάξεις του ν. 3838/2010 είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στα άρθρα 1 παρ. 3, 4 παρ. 3, 16 παρ. 2, 21 παρ. 1, 25 παρ. 4, 51 παρ. 2, 52, 102 παρ. 2 και 108 του Συντάγματος. Λόγω συνταγματικού περιορισμού το Τμήμα δεν έκρινε την υπόθεση αλλά παρέπεμψε το ζήτημα στην Ολομέλεια του ΣτΕ, όπως ορίζει το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος («Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου»).


Η αίτηση ενώπιον του ΣτΕ αφορούσε την ακύρωση α) της υπ’ αριθμ. Φ.130181/23198/30-4-2010 αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΦΕΚ Β’ 562) με τίτλο «Καθορισμός δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφή στο Δημοτολόγιο, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας», β) της με αριθμό πρωτοκόλλου 24592/7-5-2010 6ης Εγκυκλίου του ιδίου Υπουργού με τίτλο «Άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι από τους ομογενείς και τους νομίμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης», κατά το μέρος που αναφέρεται στην παροχή των δικαιωμάτων αυτών (εκλέγειν και εκλέγεσθαι) στους υπηκόους τρίτων χωρών και γ) κάθε άλλης συναφούς μεταγενέστερης ή προγενέστερης πράξης της Διοίκησης.


Το δικαστήριο αρχικά έκρινε (και ορθώς κατά την γνώμη μας) ότι η μεν πρώτη πράξη, που αναφέρεται στα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, προσβάλλεται παραδεκτώς, ενώ η δεύτερη δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης διότι δεν μνημονεύει οποιαδήποτε εξουσιοδοτική διάταξη, δεν προβλέπει τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, περιέχει δε λεπτομέρειες και οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του προγενέστερου ν. 3838/2010, χωρίς να θεσπίζει συμπληρωματικές ρυθμίσεις και ως εκ τούτου είναι απλή ερμηνευτική εγκύκλιος που δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.


Περαιτέρω, όμως, το δικαστήριο δέχθηκε ότι η μεταγενέστερη της εγκυκλίου υπ’ αριθ. 29982/1-6-2010 (Β’ 754) απόφαση με τίτλο «Παράταση προθεσμίας εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των ομογενών και των νομίμων διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης» είναι εκτελεστή πράξη, αφού με την έκδοσή της ενεργοποιούνται οι διατάξεις του κεφαλαίου του νόμου που αφορούν στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των υπηκόων τρίτων χωρών και άρα παραδεκτώς συμπροσβάλλεται με την αίτηση.


Στη συνέχεια το δικαστήριο έκρινε την ενεργητική νομιμοποίηση του αιτούντος και των παρεμβαινόντων (υπέρ του κύρους των ως άνω πράξεων παρενέβησαν μια αλβανικής ιθαγενείας εκλογέας που είχε συμπεριληφθεί στους εκλογικούς καταλόγους με βάση τις κρινόμενες ρυθμίσεις καθώς και η Ελληνική Ένωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).


Για τον αιτούντα, το δικαστήριο δέχτηκε το άμεσο, ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον του επί τη βάσει της ιδιότητάς του ως εκλογέα και Έλληνα πολίτη. Ειδικώς όμως για την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη («Καθορισμός δικαιολογητικών που πρέπει να συνοδεύουν τη δήλωση και αίτηση εγγραφή στο Δημοτολόγιο, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας»), κατά τη γνώμη μας το δικαστήριο έσφαλλε κατά την κρίση του αυτή. Η εν λόγω πράξη αφορά την διαδικασία απονομής ελληνικής ιθαγένειας, η οποία διαδικασία (όπως ορθά αναφέρει και η ίδια η σχολιαζόμενη απόφαση) ανήκει στην σφαίρα των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού κράτους. Υπό την έννοια αυτή, η αναγνώριση στον οποιονδήποτε Έλληνα πολίτη έννομου συμφέροντος σχετικά με την ακύρωση όχι μιας ατομικής διοικητικής πράξης απόδοσης ιθαγένειας αλλά μιας κανονιστικής πράξης που καθορίζει την διαδικασία απονομής ιθαγένειας εν γένει, συνιστά κατά την γνώμη μας έμμεση αναγνώριση της ξένης προς το ελληνικό δικονομικό σύστημα λαϊκής αγωγής (actio popularis) αφού αναγνωρίζει σε καθένα πολίτη το δικαίωμα να εγείρει αγωγή (εδώ αίτηση ακυρώσεως) όταν από ορισμένη συμπεριφορά προσβάλλονται όχι κάποιο άμεσο προσωπικό του συμφέρον αλλά τα συμφέροντα οποιουδήποτε συμπολίτη του ή το δημόσιο συμφέρον.


Σε ό,τι αφορά στις νομιμοποιήσεις των παρεμβαινόντων (τις οποίες δέχθηκε το δικαστήριο) πιστεύουμε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το εξής: Κρίνοντας την νομιμοποίηση του σωματείου «Ελληνική Ένωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», το δικαστήριο την δέχθηκε με το σκεπτικό ότι «μεταξύ των σκοπών του Σωματείου κατά το καταστατικό του είναι και η προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία, κατά κανόνα, προϋποθέτουν την ιθαγένεια, ενώ, εξάλλου, κατά το άρθρο 2 του ίδιου καταστατικού, η δράση του εμπνέεται και από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ, το άρθρο 15 της οποίας αναγνωρίζει το δικαίωμα του ανθρώπου σε μια τουλάχιστον ιθαγένεια και το δικαίωμα αλλαγής ιθαγενείας». Δύο σύμβουλοι υποστήριξαν την άποψη ότι το Σωματείο δεν έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει διότι η ιθαγένεια «δεν συνιστά δικαίωμα αλλά νομικό δεσμό ενός ατόμου προς συγκεκριμένο κράτος». Το δικαστήριο δεν εδέχθη την άποψη αυτή, την οποία έχουν εκφράσει μεταξύ άλλων ο βουλευτής του ΛΑ.Ο.Σ. κ. Βορίδης και ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Καμίνης, αλλά υιοθέτησε εμμέσως την ορθή και κατά τη γνώμη μας (και κατά τη γνώμη του ΟΗΕ) άποψη ότι η ιθαγένεια είναι ανθρώπινο δικαίωμα.


Το δικαστήριο μνημονεύει στην απόφασή του τις εξής διατάξεις του Συντάγματος:

Άρθρο 1

«2. Θεμέλιος του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.

3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

Άρθρο 4

«3. Έλληνες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος».

Άρθρο 16

«2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».

Άρθρο 21

«1. Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους».

Άρθρο 25

«4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».

Άρθρο 51

«2. Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος».

Άρθρο 108

«1. Το Κράτος μεριμνά για την ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα…

2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού».


Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις το δικαστήριο φτάνει σε κάποια συμπεράσματα, ήτοι:

«α) ότι η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας βασίζεται μεν στην βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον του έθνους, οντότητος υπερβαίνουσας χρονικά την εν ζωή κοινότητα των ανθρώπων και τα γεωγραφικά όρια του ελληνικού κράτους … Τούτο δε, διότι το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική (αρχή βιωσιμότητος άρθρο 24 Συντάγματος), απαρτίζεται δε και από τους Έλληνες της διασποράς («…δυνάμεις του απανταχού ελληνισμού…», άρθρο 108 του Συντάγματος), για τους οποίους πρέπει να είναι ενεργή η κρατική φροντίδα,

β) ότι το δίκαιο της ιθαγενείας, η οποία καθιδρύει άρρηκτο, κατ’ αρχήν, δεσμό του πολίτη με το Κράτος και γεννά δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (απαγόρευση αφαιρέσεως της ελληνικής ιθαγενείας και απελάσεως, δικαίωμα διπλωματικής προστασίας, πολιτικά δικαιώματα εκλέγειν – εκλέγεσθαι, συμμετοχής στις «δημόσιες λειτουργίες», καθήκον στρατεύσεως), διαμορφώνεται αποκλειστικώς από το ελληνικό κράτος, κατά κυριαρχικό τρόπο, εντός των ορίων που τάσσουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου (π.χ. απαγόρευση δημιουργίας ανιθαγενών με αυθαίρετες πράξεις των κρατών ή πιθανότητα προσβολής ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Περαιτέρω, όμως, δεν τάσσονται από το διεθνές δίκαιο συγκεκριμένα κριτήρια δεσμευτικά για τον εθνικό νομοθέτη κατά τη θέσπιση κανόνων πολιτογραφήσεως αλλοδαπών, ούτε υπάρχει ως εκ της φύσεώς της οικείας αρμοδιότητας του κράτους, δικαίωμα του αλλοδαπού στην απονομή της ελληνικής ιθαγένειας,

γ) ότι το δίκαιο αυτό, εξ απόψεως εσωτερικών ορίων, πρέπει να μην προσβάλλει τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δηλαδή ούτε να επιτρέπει την είσοδο στην λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή – ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων – εις τρόπον ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο όργανο αυτού (λαός – εκλογικό σώμα) και, εν τέλει, να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους, ούτε και να θέτει διατάξεις, που να επιτρέπουν την ευχερή αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας,

δ) ότι ο συνταγματικός νομοθέτης μεριμνά για τη συνέχεια του έθνους επιτάσσοντας τον απλό νομοθέτη να οργανώνει εκπαίδευση, η οποία, μεταξύ άλλων, θα συμβάλλει στην ανάπτυξη εθνικής συνειδήσεως και να προβλέπει και να συντηρεί κοινωνικό δίκτυο υποστηρίξεως του θεσμού της οικογένειας, ως θεμελίου της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους».


Η ως άνω συλλογιστική του δικαστηρίου είναι μνημόνιο αντιεπιστημονικής νομικής προσέγγισης. Κατ’ αρχήν το δικαστήριο υποπίπτει, κατά τη γνώμη μας, στο λογικό σφάλμα της «λήψης του ζητουμένου» (petitio principii), αφού προϋποθέτει αυτό που θέλει να αποδείξει. Οι υποθέσεις που προτάσσει το δικαστήριο και που οδηγούν στο συμπέρασμα είναι εντελώς αμφισβητήσιμες.


Δεν έχουν θέση σε δικανικό συλλογισμό φράσεις όπως «το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική». Το δικαστήριο διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να προβεί σε έλεγχο σκοπιμότητας της κυβερνητικής πολιτικής. Θέλει δηλαδή το δικαστήριο να μπορεί να κρίνει εάν η εκάστοτε κρατική πολιτική (και άρα το σύνολο της κρατικής πολιτικής) υπηρετεί τα συμφέροντα των παρελθουσών και μελλοντικών γενεών. Τυχόν αποδοχή τέτοιου δικαιώματος θα ακύρωνε την ίδια την διάκριση των λειτουργιών στην πράξη. Τα δικαστήρια δεν δικαιούνται να κρίνουν την σκοπιμότητα των επιλογών της Διοίκησης παρά μόνο εάν αυτές οι επιλογές πραγματώνονται με τρόπο που ευθέως ή εκ πλαγίου παραβιάζει το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους. Περί δε νομοθετημάτων, η κρίση περί της μη συμφωνίας τους με το Σύνταγμα, δεν επιτρέπεται να γίνεται με αξιολόγηση των σκοπών του νομοθέτη αλλά μόνο με απόδειξη από το δικαστήριο της αντίθεσης του νόμου με ρητή συνταγματική πρόβλεψη.


Μάλιστα, το δικαστήριο επικαλείται (αλυσιτελώς κατά τη γνώμη μας) το άρθρο 24 του Συντάγματος για να στηρίξει την άποψή του περί δικαιώματος του να ελέγχει την σκοπιμότητα των νόμων. Το άρθρο 24 περιλαμβάνει συνταγματικές επιταγές για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, την αειφορία, την ομαλή οικιστική ανάπτυξη και την προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών. Όπως έχει κρίνει η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 2818/2004), η τήρηση των συνταγματικών αυτών επιταγών από πλευράς του Κράτους «υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας να σταθμίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον».


Φανταστείτε να δεχτούμε την άποψη του δικαστηρίου ότι τάχα ανάλογη ερμηνεία χωρεί και για την συνταγματική επιταγή του άρθρου 1 παρ. 3 («Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους …»). Αυτό θα οδηγούσε στο σόλοικο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη, θα μπορούσε να κριθεί ως αντισυνταγματική, χειρότερα κάθε νόμος θα μπορούσε να κριθεί ως αντισυνταγματικός, επειδή κατά την κρίση του δικαστή δεν είναι «υπέρ του Λαού και του Έθνους». Η αξίωση των δικαστών της πλειοψηφίας του Δ’ Τμήματος να κρίνουν αυτοί και μόνοι αυτοί τι είναι και τι δεν είναι «υπέρ του Λαού και του Έθνους» συνιστά ανεπίτρεπτη αλλοίωση του χαρακτήρα του πολιτεύματος, αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και αναγορεύει το δικαστικό σώμα σε υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων κριτή και ερμηνευτή των λαϊκών βουλήσεων και στοχοθέτη των εθνικών συμφερόντων.


Εξ άλλου, το δικαστήριο άγεται σε μια αυθαίρετη αξιολογική υποταγή της έννοιας του λαού στην έννοια του έθνους. Ενώ λοιπόν το Σύνταγμα λέει ότι οι εξουσίες ασκούνται «υπέρ του Λαού και του Έθνους», τοποθετώντας τις δύο έννοιες ως συμπληρωματικές ισότιμες κατηγορίες, το δικαστήριο στην απόφαση του δέχεται ότι «η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας βασίζεται μεν στην βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον του έθνους». Με άλλες λέξεις, το δικαστήριο αφ’ ενός δέχεται ότι η κρατική εξουσία ασκείται προς το συμφέρον του έθνους, πράγμα αντίθετο στο Σύνταγμα που προβλέπει ότι η κρατική εξουσία ασκείται προς το συμφέρον και του λαού και του έθνους , αφ’ ετέρου δε αντιμετωπίζει τις έννοιες λαός-έθνος αντιπαραθετικά και όχι συμπληρωματικά, όπως επιτάσσει το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, μάλιστα δε υποτάσσει όπως είπαμε αυθαίρετα την έννοια του λαού στην έννοια του έθνους. Μια τέτοια σχετικοποίηση, σε συνδυασμό με την ανωτέρω θέση του δικαστηρίου περί δήθεν δικαιώματός του να κρίνει την συμβατότητα των πολιτειακών επιλογών με τα συμφέροντα του έθνους, οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς: Με το ίδιο σκεπτικό, ότι δηλαδή ο λαός υποτάσσεται στα συμφέροντα του έθνους τα οποία μπορούν να προσδιορίζονται από τα δικαστήρια, θα μπορούσε το ΣτΕ π.χ. να ακυρώσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1974 για το πολιτειακό με το επιχείρημα ότι η επιλογή του λαού (η προεδρευόμενη) δεν ήταν συμβατή με τα υπέρτερα συμφέροντα του έθνους (κατά τη γνώμη του δικαστηρίου η βασιλευόμενη).


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του δικαστηρίου ότι όταν «συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο όργανο αυτού (λαός – εκλογικό σώμα)» τότε «αποσυντίθεται η έννοια του έθνους». Ουσιαστικά δηλαδή το δικαστήριο υιοθετεί το εξής σχήμα: όταν συγκροτείται αυθαιρέτως το εκλογικό σώμα τότε αποσυντίθεται η έννοια του Έθνους. Ακόμη και έτσι να είναι (διατηρούμε πλείστες όσες δικαιοπολιτικές ενστάσεις που ανάγονται στο χαρακτήρα και την έννοια του λαού και του έθνους), το ερώτημα που ανακύπτει είναι «πότε συγκροτείται αυθαιρέτως το εκλογικό σώμα;». Το δικαστήριο φαίνεται να δέχεται ότι το εκλογικό σώμα συγκροτείται αυθαιρέτως όταν γίνονται δεκτοί σε αυτό εκλογείς που δεν ανήκουν στο ελληνικό Έθνος. Τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να σταθεί διότι παραγνωρίζει ένα βασικό στοιχείο: υπάρχουν περιπτώσεις όπου το εκλογικό σώμα (ως όργανο της λειτουργίας του πολιτεύματος) καλείται να ασκήσει τις αρμοδιότητές του υπό διευρυμένη σύνθεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ρύθμιση του νόμου 1180/1981, όπως ισχύει σήμερα, περί συμμετοχής των υπηκόων χωρών-μελών της ΕΕ που διαμένουν στην Ελλάδα στις ευρωεκλογές. Επίσης, η συνθήκη του Μάαστριχτ αναγνωρίζει στους ευρωπαίους πολίτες το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές στο κράτος-μέλος κατοικίας τους.


Υπό την έννοια αυτή, η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να διευρύνει το εκλογικό σώμα είναι κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη. Το ίδιο ισχύει και εν σχέσει με τη δεύτερη προϋπόθεση του δικαιώματος του εκλέγειν που είναι η ενηλικότητα, της οποίας τον καθορισμό του κατωτάτου ορίου το Σύνταγμα καταλείπει στον κοινό νομοθέτη (άρθρο 51 παρ. 3 Συντάγματος). Πράγμα που σημαίνει ότι ο νόμος μπορεί να μεταβάλλει τη σύνθεση του εκλογικού σώματος αυξάνοντας ή μειώνοντας το όριο της εκλογικής ενηλικότητας.


Εν συνεχεία το Δικαστήριο προβαίνει στην παρεμπίπτουσα κρίση ότι διαχρονικά ο έλληνας νομοθέτης προσπάθησε «να διαφυλάξει την εθνική ομοιογένεια του κράτους» και προς τον σκοπό αυτό επέλεξε στο δίκαιο της ιθαγένειας το «σταθερό κριτήριο του «δικαίου του αίματος» (jus sanguinis), δηλαδή την καταγωγή από έλληνες γονείς». Αρχικά παρατηρείται ότι η εθνική ομοιογένεια δεν είναι ούτε θα μπορούσε να είναι πρωταρχικός σκοπός της Ελληνικής πολιτείας. Και τούτο, διότι τυχόν τέτοια σοβινιστική στοχοθεσία εκ μέρους του Κράτους, θα προσέκρουε σε πληθώρα συνταγματικών διατάξεων (κυριότερα στο άρθρο 2 παρ. 1 «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» και στο άρθρο 5 παρ. 1 «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και παρ. 2 «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων») και θα ήταν αντίθετη στο πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί απαγόρευσης των διακρίσεων. Ακόμη πιο σημαντικό, θα έτεινε να προσδώσει στο ελληνικό πολίτευμα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού που αιματοκύλισε την ανθρωπότητα στον φοβερότερο πόλεμο από καταβολής κόσμου, του χιτλερικού ναζισμού. Φόβος που επιτείνεται από την διάθεση των δικαστών να υιοθετήσουν επιχειρήματα του τύπου: ομογενής είναι «…ο συνδεόμενος με το Έθνος δια της κοινής γλώσσης (ουχί απαραιτήτως), θρησκείας, κοινών παραδόσεων, αλλά κυρίως δια της συνειδήσεως των κοινών ιστορικών πεπρωμένων, ήτοι δια της ελληνικής συνειδήσεως». Είναι αξιοπερίεργο ότι η κοινή γλώσσα δεν είναι απαραίτητη αλλά η κοινή θρησκεία είναι. Όπερ σημαίνει Καθολικοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι Έλληνες δεν ανήκουν στο ελληνικό έθνος! Από ποια συνταγματική διάταξη απορρέει αυτό; Τα δε κοινά ιστορικά πεπρωμένα (της φυλής συμπληρώνουμε συνειρμικά) ποια είναι και πώς αξιολογούνται νομικά;


Σε ό,τι αφορά στην αναφορά στο jus sanguinis, πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή μεταξύ αυτού και του jus soli (την ιθαγένεια μιας χώρας αποκτά όποιος γεννήθηκε στο έδαφός της, π.χ. ΗΠΑ) είναι επιλογή που αφέθηκε από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη. Δηλαδή, ο κοινός νομοθέτης έχει την διακριτική ευχέρεια να επιλέξει εάν η Ελλάδα θα ακολουθεί για την απόδοση ιθαγένειας το κριτήριο της ιθαγένειας των γονέων ή το κριτήριο του τόπου γέννησης ή έναν συνδυασμό των δύο ή ένα τρίτο άσχετο κριτήριο. Δεν είναι δυνατόν να εφεύρουμε έναν συνταγματικό περιορισμό σε αυτό το δικαίωμα του κοινού νομοθέτη, εκτός εάν τα κριτήρια που θα θεσπίσει για την απόδοση ιθαγένειας αντίκεινται σε συνταγματικές αρχές ή αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο (π.χ. απαγόρευση κτήσης ελληνικής ιθαγένειας από γυναίκες ή από μουσουλμάνους). Το δε γεγονός ότι ο κοινός νομοθέτης επέλεξε το jus sanguinis διαχρονικά ως κριτήριο δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για να απαγορευθεί στον νομοθέτη σε άλλη ιστορική στιγμή να κάνει αντίθετη ή διάφορη επιλογή. Δεν μπορεί ο δικαστής να αφαιρέσει από τον νομοθέτη το δικαίωμα να αλλάξει γνώμη, δεδομένου ότι το δίκαιο ως εκ της έννοιας και λειτουργίας του είναι ζωντανό και μεταβαλλόμενο ακολουθώντας την ιστορική πορεία της χώρας και της ανθρωπότητας. Η επίκληση των διαχρονικών επιλογών του κοινού νομοθέτη (είτε σχετικά με την ιθαγένεια είτε σχετικά με την αντιμετώπιση ομογενών) είναι ατελέσφορο δικανικό επιχείρημα και τούτο διότι παραγνωρίζει το χαρακτήρα του πολιτεύματος: ακριβώς επειδή ο λαός εκλέγει το βασικό όργανο νομοθετικής λειτουργίας, την Βουλή, τυχόν αποδοχή της άποψης ότι η εκάστοτε Βουλή δεσμεύεται από τις επιλογές των προκατόχων της σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να τροποποιεί τους νόμους θα σήμαινε άρνηση του ίδιου του κοινοβουλευτισμού. Τελικά, αφού το κριτήριο του jus sanguinis δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα μπορεί να τροποποιηθεί ή καταργηθεί ελεύθερα από τον νομοθέτη, διότι όπως σε άλλο σημείο δέχεται η ίδια η σχολιαζόμενη απόφαση «δεν µπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως τυχόν αντίθεση των διατάξεων νόµου νεώτερου προς διατάξεις νόµου παλαιότερου, έστω και αν υπάρχει έλλειψη συνοχής των σχετικών ρυθµίσεων διότι τούτο αποτελεί επιλογή ανέλεγκτη του τυπικού νοµοθέτη».


Το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ κάνει μια ακόμη παρεμπίπτουσα κρίση σχετικά με ένα από τα κριτήρια απόδοσης ιθαγένειας που θέτει ο επίμαχος ν. 3838/2010, αυτό της πενταετούς νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα των αλλοδαπών γονέων του γεννηθέντος στην Ελλάδα αιτούντος την απόδοση ιθαγένειας. Ότι δηλαδή, το σύστημα χορηγήσεως αδειών παραμονής στην Ελλάδα «κατά κανόνα παραβιάσθηκε στην πράξη λόγω της παράνομης εισόδου μαζικών μεταναστευτικών ρευμάτων στη χώρα, και είχε ως περαιτέρω συνέπεια την θέσπιση αλλεπαλλήλων διατάξεων, οι οποίες ‘νομιμοποιούσαν’ την παράνομη είσοδο, διαμονή και εργασία των αλλοδαπών…Τελική συνέπεια αυτής της νομοθετικής πολιτικής και της συστοίχου διοικητικής πρακτικής είναι ότι καθίσταται ανέφικτη η διαπίστωση αν υπήρξαν πρόσωπα, ποία και πόσα, τα οποία πράγματι να διέμειναν και να εργάσθηκαν νομίμως μέχρι σήμερα στη χώρα». Το ΣτΕ εδώ οδηγείται σε νομικό «παραλογισμό»: Δέχεται ότι οι παρανόμως εισελθόντες στη χώρα αλλοδαποί νομιμοποιήθηκαν (βάζει τον όρο σε εισαγωγικά), αλλά ισχυρίζεται ότι επειδή ο νομοθέτης νομιμοποιούσε τους παράνομους, εξ αυτού του λόγου δεν μπορεί να καθορισθεί με βεβαιότητα ποιοι παρέμεναν στην Ελλάδα νόμιμα! Πρόκειται για άτοπο συλλογισμό αφού η νομιμοποίηση των παρανόμως εισελθόντων αλλοδαπών τους καθιστά ex tunc νομίμως εισελθόντες και άρα δεν μπορεί να θεωρήσουμε ότι εισήλθαν στη χώρα παράνομα. Το κλειδί είναι στην λέξη «πράγματι» που χρησιμοποιεί το δικαστήριο. Ποιοι «πράγματι» διέμειναν νόμιμα; Δηλαδή, υπήρξαν κάποιοι που σύμφωνα με τον νόμο διαμένουν νόμιμα αλλά το ΣτΕ ισχυρίζεται ότι δεν διαμένουν «πράγματι» νόμιμα αλλά … εικονικώς νόμιμα! Για τα δικαστήρια τουλάχιστον και δη τα διοικητικά υπάρχει μια και μόνη νομιμότητα: η τυπική. Δεν υφίσταται «πράγματι» νόμιμο αλλά νόμιμο ή μη νόμιμο. Η άποψη του δικαστηρίου ότι η νόμιμη διαμονή στη χώρα «έχει αναιρεθεί κατά το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν µε εξαιρετικές διατάξεις» είναι αντίθετη με το Σύνταγμα αφού φαίνεται να θεωρεί τις «εξαιρετικές» διατάξεις ως … λιγότερο νόμους από τους άλλους νόμους. Όπερ άτοπον.


Επί των κατ’ ιδίαν διατάξεων του νόμου το δικαστήριο έκρινε ότι αυτές πάσχουν κυρίως διότι η ιθαγένεια αποδίδεται μόνο επί τη βάσει τυπικών προϋποθέσεων «χωρίς εξατομικευμένη κρίση περί της συνδρομής της ουσιαστικής προϋποθέσεως του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αιτούντος την πολιτογράφηση αλλοδαπού, δηλαδή την εκ μέρους του εθελούσια αποδοχή των αξιών που συνάπτονται προς τον ελληνισμό και την εντεύθεν απόκτηση ελληνικής εθνικής συνειδήσεως». Το επιχείρημα του ΣτΕ είναι άλλη μία περίπτωση λήψης του ζητουμένου. Εγκαλεί τον νομοθέτη διότι δεν έθεσε περισσότερες προϋποθέσεις για την απόκτηση ιθαγένειας, ενώ το Σύνταγμα μας λέει ότι ο νομοθέτης έχει την διακριτική ευχέρεια να καθορίζει τις προϋποθέσεις αυτές. Το ΣτΕ δηλαδή διατυπώνει την (λανθασμένη και παντελώς αστήρικτη) γνώμη ότι η ιθαγένεια πρέπει να δίδεται σε όσους αποδέχονται εθελουσίως τις αξίες του ελληνισμού αφ’ ενός χωρίς να μπορεί να παρουσιάσει συνταγματικό έρεισμα σε μια τέτοια απαίτηση και αφ’ ετέρου χωρίς να είναι σε θέση (και δεν δικαιούται άλλωστε) να διατυπώσει γνώμη για το ποιες είναι οι αξίες του ελληνισμού και πώς θα αποδεικνυόταν η αποδοχή τους από τον αλλοδαπό και μάλιστα πώς θα αποδεικνυόταν ότι αυτή η αποδοχή ήταν εθελούσια. Με κριτήριο αυτήν την ανυπόστατη προϋπόθεση είναι που κρίνει τον νόμο ως αντισυνταγματικό, όπερ και πάλι προϋποθέτει το ζητούμενο.


Ένας από τους συμβούλους διατυπώνει την ακόμη πιο προωθημένη άποψη ότι «η ιδιότης της ελληνικής ιθαγενείας, στην περίπτωση που αυτή απονέµεται αθρόως πρέπει να αποτελεί το τελικό στάδιο της ενσωµατώσεως των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία και όχι το µέσο για την ενσωµάτωση στην ελληνική κοινωνία αλλοδαπών µη εχόντων εισέτι αποκτήσει την ελληνική συνείδηση». Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για νομική κρίση αλλά για πολιτική τοποθέτηση απαράδεκτη για λειτουργό της Θέμιδος και μάλιστα όταν διατυπώνεται σε δικανικό συλλογισμό.


Ένας και μόνον σύμβουλος υποστήριξε την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή οι προϋποθέσεις για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας που εισάγει ο ν. 3838/2010 «υποδηλώνουν την εκτίµηση του νοµοθέτη ότι οι αλλοδαποί, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, έχουν ένα νοµικό και πραγµατικό δεσµό µε το Ελληνικό Κράτος επαρκή για να δικαιολογήσει την χορήγηση σε αυτούς της ελληνικής ιθαγένειας». Το δικαίωμα του νομοθέτη να προβεί σε αυτήν την εκτίμηση είναι το πραγματικό νομικό ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση. Και είναι αναντίρρητο το δικαίωμα αυτό καθώς πηγάζει από το Σύνταγµα, το οποίο στο άρθρο 4 παρ. 3 αναθέτει στον κοινό νοµοθέτη τον καθορισµό των προσόντων του πολίτη. Παρέχεται δηλαδή στον νοµοθέτη ευρεία (όχι βέβαια απόλυτη) εξουσία καθορισµού των όρων και προϋποθέσεων κτήσεως της ιθαγένειας. Στα πλαίσια της διακριτικής του αυτής ευχέρειας έδρασε ο νομοθέτης και για το λόγο αυτό ο ν. 3838/2010 δεν πάσχει σε σχέση με τη συμφωνία του προς το Σύνταγμα.


Τέλος, το Δ' Τμήμα του ΣτΕ κρίνει ότι «τόσο η άσκηση του δικαιώµατος του εκλέγειν, όσο και η άσκηση του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές αυτές (ενν. εκλογές για εκλογή αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης) επιφυλάσσεται µόνον στους Έλληνες πολίτες και δεν µπορεί να επεκταθεί και στους µη έχοντες την ιδιότητα αυτή χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγµατος». Είναι νομικώς εσφαλμένη κατά τη γνώμη μας η άποψη των δικαστών ότι το δικαίωμα ψήφου στις περιφερειακές εκλογές επιφυλλάσσεται μόνο σε Έλληνες πολίτες. Ειδικότερα:


Το Σύνταγμα αναγνωρίζει σειρά πολιτικών δικαιωμάτων μόνον για τους ημεδαπούς. Εκτός από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που αφορά αποκλειστικά το «Λαό» (άρθρο 1 παρ. 2 και 3 Συντ.), το συνταγματικό κείμενο επιφυλάσσει ακόμη για τους έλληνες πολίτες το δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες (άρθρο 4 παρ. 4), τα δικαιώματα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 παρ. 1) καθώς και το ενεργητικό και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα (άρθρα 51 παρ. 3 και 55 παρ. 1, αντίστοιχα). Εξάλλου, Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί μόνον έλληνας πολίτης (άρθρο 31 Συντ.).


Με εξαίρεση το δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες, για το οποίο το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να θεσπίσει αποκλίσεις, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις τα εν λόγω πολιτικά δικαιώματα επιφυλάσσονται αποκλειστικά για τους Έλληνες πολίτες. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να τα επεκτείνει στους αλλοδαπούς, αφού αυτό θα αντέβαινε στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.


Με βάση τη συστηματική ερμηνεία του Συντάγματος δεν ισχύει το ίδιο για τα άλλα πολιτικά δικαιώματα, για τα οποία το συνταγματικό κείμενο δεν προσδιορίζει το υποκείμενό τους. Τα δικαιώματα αυτά είναι η συμμετοχή σε δημοψηφίσματα (άρθρο 44 παρ. 2 Συντ.), η συμμετοχή ως ενόρκου στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (άρθρο 97 παρ. 1 Συντ.) και το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 102 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ.). Υπάρχουν λοιπόν πολιτικά δικαιώματα, τα οποία μπορεί να ασκηθούν από αλλοδαπούς σύμφωνα με τους ορισμούς και τους όρους που θεσπίζει κάθε φορά ο κοινός νομοθέτης. Για παράδειγμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομοθετική επέκταση σε αλλοδαπούς του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά θεμιτή. Στην περίπτωση αυτή, η συμμετοχή των αλλοδαπών στο δημοψήφισμα πρέπει, κατά την ορθότερη άποψη, να προβλέπεται στην απόφαση της Βουλής που προηγείται, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ., του προεδρικού διατάγματος για την προκήρυξή του. Πρόκειται αναμφίβολα για μία μορφή επέκτασης της σύνθεσης του εκλογικού σώματος. Αντίθετα, δεν θα μπορούσε να αναγνωρισθεί δικαίωμα συμμετοχής των αλλοδαπών σε δημοψήφισμα για «κρίσιμο εθνικό θέμα».


Έτσι, η «διοίκηση των τοπικών υποθέσεων», που αποτελεί σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 102 παρ. 1) την αρμοδιότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, περιλαμβάνεται μόνον εν μέρει στον νοηματικό πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας. Ενόψει της νέας κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβλέψει, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, την επέκταση του δικαιώματος στους αλλοδαπούς, ιδιαίτερα σε εκείνους που διαμένουν νόμιμα για μακρό χρονικό διάστημα σε ορισμένο δήμο ή κοινότητα της χώρας μας. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύει και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ., η οποία δεν αποκλείει a priori τους αλλοδαπούς από τον κανόνα της ελεύθερης συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας.


Αντίθετη εκδοχή θα καθιστούσε αντίθετο προς το Σύνταγμα το άρθρο 19 (πρώην άρθρο 8Β) ΣυνθΕΚ, το οποίο αναγνωρίζει σε «κάθε πολίτη της Ένωσης που κατοικεί σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοος» το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος-μέλος κατοικίας του. Το άρθρο αυτό περιεχόταν στην συνθήκη του Μάαστριχτ η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2077/1992, και άρα με βάση το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Επίσης, η Οδηγία 94/80/ΕΚ (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/30/ΕΚ) για τα δικαιώματα σχετικά με τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές χορηγεί σε κάθε πολίτη της Ένωσης το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές στο κράτος-μέλος κατοικίας του. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη με το ΠΔ 133/1997, το οποίο το ΣτΕ επεξεργάστηκε και ενέκρινε την συμφωνία του με το Σύνταγμα. Επίσης, σε άλλη υπόθεση, με την υπ' αριθ. 122/2008 απόφαση του Γ’ Τμήματος (7μ. συνθέσεως) του ΣτΕ κρίθηκε ότι «οι διατάξεις του Π.Δ. 351/2003 περί εκλογής βουλευτών, για την αυτεπάγγελτη σύνταξη των εκλογικών καταλόγων βάσει των στοιχείων των δημοτολογίων των Δήμων και Κοινοτήτων, δεν είναι δυνατόν να έχουν εφαρμογή και για τη σύνταξη των ειδικών εκλογικών καταλόγων στους οποίους εγγράφονται, σύμφωνα με το Π.Δ. 133/1997, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, χωρίς να έχουν την ελληνική ιθαγένεια, κατοικούν εντός της ελληνικής επικράτειας. Αυτοί εγγράφονται στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους με βεβαίωση του οικείου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας περί μονίμου κατοικίας τους στον οικείο δήμο ή κοινότητα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω να αποδείξουν ότι έχει συμπληρωθεί διετία από την εγκατάστασή της σε κατοικία στον δήμο ή την κοινότητα αυτή». Βλέπουμε ότι και στην απόφαση αυτή το ΣτΕ δεν διατύπωσε κάποια ένσταση για την συνταγματικότητα του ΠΔ 133/1997 που ακριβώς προβλέπει ότι μη Έλληνες πολίτες (υπήκοοι χωρών-μελών της ΕΕ) έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν στους δήμους όπου κατοικούν. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που ισχυρίζεται το Δ’ Τμήμα με την σχολιαζόμενη απόφασή του.


Συμπερασματικά, η εν λόγω απόφαση του Δ' Τμήματος του ΣτΕ πάσχει νομικά και λογικά. Δεν αντέχει σε σοβαρή νομική κριτική καθώς η μείζων σκέψη του δικανικού συλλογισμού βρίθει αντιφατικών παραδοχών, λογικών σφαλμάτων, αυθαίρετων αξιωματικών αποφάνσεων και εν τέλει η απόφαση δεν διαθέτει εμπεριστατωμένη και πλήρη αιτιολογία. Ως εκ τούτου, ευελπιστούμε ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ θα αποκαταστήσει την τρωθείσα (έστω και προσωρινώς και εκ πλαγίου) συνταγματική τάξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου